Görög | Magyar |
---|---|
καταλαβαίνω (καταλάβω) | |
καταλαβαίνω (καταλάβω, κατέλαβα), παίρνω (πάρω, πήρα) | |
δεν καταλάβαινα τίποτα στην εγχείρηση, (pl. nyaralás alatt) περνώ (-άω, -σω), (érzékel) καταλαβαίνω (καταλάβω) | |
παίρνω (πάρω, πήρα) είδηση/χαμπάρι, βλέπω (δω, είδα), (észlel) αντιλαμβάνομαι (αντιληφθώ), καταλαβαίνω (καταλάβω) |