Magyar-Görög szótár »

ért görögül

MagyarGörög
ért

μέσος όρος◼◼◼

έδρα◼◻◻

κατέχω

αντιλαμβάνομαι

βλέπω

γνωρίζω

εννοώ

καταλαβαίνω (καταλάβω)

κατανοώ

νοώ

ért (valamihez)

ξέρω (+ από)

értekezlet

διάσκεψη◼◼◼

συνεδρίαση◼◼◻

σύσκεψη◼◼◻

συνέδριο◼◻◻

συνδιάσκεψη◼◻◻

σύνοδος

értekezés

πραγματεία◼◼◼

διατριβή

értelem

έννοια◼◼◼

θέση◼◼◻

χρήση◼◼◻

άποψη◼◼◻

σημείο◼◼◻

στιγμή◼◼◻

γνώμη◼◼◻

αναφορά◼◻◻

σημασία◼◻◻

ορισμός◼◻◻

νόημα◼◻◻

λόγος◼◻◻

στόχος◼◻◻

χρησιμοποίηση◼◻◻

χαρακτήρας◼◻◻

μνεία◼◻◻

πνεύμα◼◻◻

αιτία◼◻◻

σκοπός◼◻◻

βαθμός◼◻◻

λογική◼◻◻

12