Kérlek, engedélyezd a javascriptet a szótár használatához! Hogyan?
κατέχω▼
καταλαβαίνω (καταλάβω, κατέλαβα), παίρνω (πάρω, πήρα)▼
καταλαμβάνω (καταλάβω▼
απασχολημένος (-η-ο)▼
δραστηριότητα▼
κατάληψη▼◼◼◼
αποικισμός▼
κατοχή▼
είχα πάρα πολύ δουλειά▼
είμαι πολύ απασχολημένος / απασχολημένη αυτή τη στιγμή▼
συγγνώμη, έχω δουλειά▼
συγγνώμη, είμαι απασχολημένος αυτή τη στιγμή▼
↑