ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

vált σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
váltás

ωράριο

váltó

κιβώτιο ταχυτήτων◼◼◼

δείκτης◼◻◻

συναλλαγματική◼◻◻

αλλαγή◼◻◻

θέση◼◻◻

στιγμή◼◻◻

αναφορά

λογαριασμός

βελόνα

váltóműszak

βάρδια

váltóáram

AC◼◼◼

εναλλασσόμενο ρεύμα◼◼◼

autómata sebváltó

αυτόματο

cserél, változtat, átvált

αλλάζω

csomagolóanyag-visszaváltási rendszer

ρύθμιση σχετικά με την καταβολή ποσού για τη συσκευασία

derivált

παράγωγο◼◼◼

παράγωγος◼◼◻

elront, elromlik, felvált

χαλ(ν)άω

elvált

διαζευγμένος (-η-ο)◼◼◼

χωρισμένη

χωρισμένος (-η-ο)

ember-okozta éghajlatváltozás

ανθρωπογενής μεταβολή του κλίματος

fel tudna nekem váltani egy százast?

μπορείτε να μου χαλάσετε ένα εκατοστάρικο;

felvált

ανταλλαγή◼◼◼

διακοπή◼◼◼

(pénzt) χαλώ (-άω, -άσω)

felváltva

εναλλάξ◼◼◼

fizikai változás

φυσική μεταβολή

genetikai változás

γενετική ποικιλία

helyváltoztatás

μετακίνηση◼◼◼

μετατόπιση◼◼◼

hány napba kerül beváltani ezt a csekket?

πόσες ημέρες θα χρειαστούν για να ‘καθαρίσει' η επιταγή;

ingatlanvisszaváltási jog kizárása

κατάσχεση ενυποθήκου

kell váltóműszakban dolgoznom?

θα χρειαστεί να δουλεύω βάρδιες;

kivált

αποτέλεσμα◼◼◼

σκοπός◼◼◻

επίδραση◼◼◻

αιτία◼◻◻

επίπτωση◼◻◻

1234

Το ιστορικό σας