ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

ωράριο σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
ωράριο

munkaidő◼◼◼

menetrend◼◼◻

beosztás◼◻◻

műszak◼◻◻

táblázat◼◻◻

váltás

τι ωράριο έχει αυτή η δουλειά;

mi a munkaidő?