ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

vált σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
változik

αντικαθιστώ

μεταβάλλω

μεταμορφώνομαι

μεταμορφώνομαι (metamorfónomai)

μεταμορφώνω

μετατρέπω

ρέστα

változtat

αλλαγή◼◼◼

μεταβολή◼◼◼

τροποποίηση◼◼◻

αλλάζω

μεταβάλλω

változtatás

αλλαγή◼◼◼

μεταβολή◼◼◻

τροποποίηση◼◼◻

τροποποίησης◼◼◻

μετατροπή◼◼◻

változás

μεταβολή◼◼◼

αλλαγή◼◼◼

τροποποίηση◼◼◻

διαφορά◼◼◻

μετατροπή◼◻◻

εναλλαγή◼◻◻

μετασχηματισμός

μετακόμιση

παραλλαγή

αλλάζω

μεταβάλλω

ρέστα

változás, megváltozás

αλλαγή (allagi)

változékony

ευμετάβλητος◼◼◼

változó

μεταβλητή◼◼◼

μεταβλητός◼◻◻

παράμετρος

άστατος

ευμετάβλητος

váltságdíj

λύτρα◼◼◼

váltás

αλλαγή◼◼◼

ανταλλαγή◼◻◻

μετάπτωση◼◻◻

123

Το ιστορικό σας