ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

tíz σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
tíz

δέκα (déka)◼◼◼

tíz (10)

δέκα (10)◼◼◼

tíz napon belül vagy tíz nap múlva

σε δέκα ημέρες

tíz percen belül vagy tíz perc múlva

σε δέκα λεπτά

tíz éven belül vagy tíz év múlva

σε δέκα χρόνια

tíz óra körül érek vissza

θα γυρίσω γύρω στις δέκα η ώρα

tízes

δεκάρικο (το)

Tízes számrendszer

Δεκαδικό σύστημα

tízezer

μύριοι

tízezer (10 000)

δέκα χιλιάδες (10 000)

tízparancsolat

δέκα εντολές

δέκα εντολές (p)

(időben) tíz napon át

(επί) δέκα μέρες

fejenként tíz euró

δέκα ευρώ το άτομο

kérek tíz darab tojást

παρακαλώ δέκα αβγά

presztízs

κύρος◼◼◼

találkozzunk a ... tíz órakor

θα σε δω ... στις δέκα

tizesekben, legyen szíves (tíz fontos bankjegyek)

σε χαρτονομίσματα των δέκα

öt meg öt egyenlő tíz

πέντε και πέντε ίσον δέκα

Το ιστορικό σας