ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

επίδραση σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
επίδραση

hatás◼◼◼

befolyásol◼◼◻

befolyás◼◻◻

eredményez◼◻◻

hatály◼◻◻

okoz◼◻◻

következmény◼◻◻

elér◼◻◻

kivált◼◻◻

επίδραση (επιπτώσεις) στην υγεία

egészégre gyakorolt hatás

επίδραση (επιπτώσεις) στο περιβάλλον

környezeti következmény

környezetre gyakorolt hatás

επίδραση (επιπτώσεις) στον άνθρωπο

emberre gyakorolt hatás

επίδραση (επιπτώσεις) της ρύπανσης

szennyezés hatása

επίδραση (επιπτώσεις) του θορύβου στην υγεία

zaj egészségügyi hatása

επίδραση στην υγεία

egészégre gyakorolt hatás

επίδραση στο περιβάλλον

környezeti következmény

környezetre gyakorolt hatás

επίδραση συνδυασμού

együttes hatás

επίδραση του φαινομένου του θερμοκηπίου

globális felmelegedés

αλληλεπίδραση

kölcsönhatás◼◼◼

interakció◼◼◻

αλληλεπίδραση αέρα-νερού

levegő-víz kölcsönhatás

αλληλεπίδραση μεταξύ Γης και Ηλίου

Föld-Nap kapcsolat

αλληλεπίδραση των φυτοφαρμάκων

növényvédőszerek kölcsönhatása

αλληλεπίδραση ωκεανού-ατμόσφαιρας

óceán-levegő határfelület

Ασθενής αλληλεπίδραση

Gyenge kölcsönhatás

γενετική επίδραση

genetikai hatás

η επίδραση

hatás◼◼◼

ηλεκτρομαγνητική αλληλεπίδραση

elektromágneses kölcsönhatás

Θεμελιώδης αλληλεπίδραση

alapvető kölcsönhatások

μεταγενέστερη επίδραση

átvitel hatás

ψυχική επίδραση

lelki hatás

ψυχολογική επίδραση

pszichológiai hatás

ψυχοσωματική επίδραση

piszichoszomatikus hatás