ελληνικά | ουγγρικά |
---|---|
επίπτωση | hatás◼◼◼ következmény◼◻◻ hatály◼◻◻ kihatás◼◻◻ okoz◼◻◻ eredményez◼◻◻ elér◼◻◻ |
επίπτωση στο επίπεδο απασχόλησης | |
βιολογικό αποτέλεσμα/βιολογική επίπτωση | |
κλιματική επίπτωση | |
μακροχρόνια επίπτωση | |
παθολογική επίπτωση | |
περιβαλλοντική επίπτωση |