ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

χωρισμένη σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
χωρισμένη

elvált

χωριστή (διαχωρισμένη) επεξεργασία λυμάτων

egyedi szennyvízkezelés