ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

βελόνα σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
βελόνα

mutató◼◼◼

varrótű◼◼◼

pont

tűlevél

váltó

βελόνα (velóna)

◼◼◼

πευκοβελόνα

mutató

tűlevél

σημείο/στιγμή/αιχμή/βαθμός/βελόνα/σταθμός

pont