Görög | Magyar |
---|---|
σύμβαση | megegyezés◼◼◼ egyezség◼◼◼ alapokmány◼◼◻ tömör◼◼◻ konvenció◼◻◻ |
σύμβαση αόριστης διάρκειας | |
σύμβαση διαχείρισης/διοικητική σύμβαση | |
σύμβαση μίσθωσης | bér◼◼◼ |
σύμβαση ορισμένης διάρκειας, (konkrét) συγκεκριμένος-η-ο, (személy) αποφασιστικός (-ή-ό) | |
σύμβαση/συμβόλαιο/συμφωνητικό | |
σύμβαση/συνέδριο | |
δημόσια σύμβαση | |
διεθνής σύμβαση (διάσκεψη)/διεθνές συνέδριο | |
διμερής σύμβαση | |
η σύμβαση | egyezmény◼◼◼ |
παγκόσμια σύμβαση/παγκόσμιο συνέδριο | |
περιφερειακή σύμβαση/περιφερειακό συνέδριο | |
προμήθεια (σύμβαση) του δημοσίου | közbeszerzés◼◼◼ |