Magyar-Görög szótár »

egyezmény görögül

MagyarGörög
egyezmény

συμφωνία◼◼◼

η σύμβαση◼◼◼

πρωτόκολλο◼◼◼

σύμφωνο◼◼◻

συνθήκη◼◼◻

συνέδριο◼◻◻

κοντράτο

συμφωνητικό

σύμβαση/συνέδριο

globális egyezmény

παγκόσμια σύμβαση/παγκόσμιο συνέδριο

kétoldalú egyezmény

διμερής σύμβαση

nemzetközi egyezmény

διεθνής σύμβαση (διάσκεψη)/διεθνές συνέδριο◼◼◼

regionális egyezmény

περιφερειακή σύμβαση/περιφερειακό συνέδριο