Magyar-Görög szótár »

bér görögül

MagyarGörög
bér

σύμβαση μίσθωσης◼◼◼

αποδοχές◼◼◼

μίσθωση◼◼◼

μισθός◼◼◻

εκμίσθωση◼◼◻

αμοιβή◼◼◻

ενοικίαση◼◼◻

άδεια◼◻◻

μισθοδοσία◼◻◻

εισφορά◼◻◻

μίσθωμα◼◻◻

ενοίκιο◼◻◻

(fizetés) ο μισθός, (bérlet)

μεροκάματο

νοίκι

πληρώνω

συνδρομή

bér / munkabér

αμοιβή

bérbe ad

μισθώνω

νοικιάζω (-σω), εκμισθώνω (-σω)

bérbe vesz

μισθώνω

bérbeadás

ας

bérel

ενοικίαση◼◼◼

ενοίκιο◼◼◼

μίσθωμα◼◼◻

αγκαζάρω

μισθώνω

νοικιάζω (-σω), μισθώνω (-σω)

bérel, kölcsönöz

νοικιάζω

bérgyilkos

ασσασίνος

δολοφόνος

φονιάς

bérház

διαμέρισμα

πολυκατοικία

bérlemény

ενοικιάσεις, ο

bérlet

μίσθωση◼◼◼

ενοικίαση◼◼◻

ενοίκιο

(pl. buszra) η κάρτα

εισητήριο μακράς διαρκείας

12