Görög | Magyar |
---|---|
ενώπιον | elé◼◼◼ előtt◼◻◻ mielőtt◼◻◻ |
επέμβαση στη φύση και (σ)το τοπίο | |
επί τόπου/επιτόπιος | |
επιδόρπιο | desszert◼◼◼ |
επίδραση του φαινομένου του θερμοκηπίου | |
επιτόπιος | |
ερείπιο | |
ευρώπιο | európium◼◼◼ |
ζεσεοσκόπιο | |
ζεστό επιδόρπιο με μήλο | |
ζεστό επιδόρπιο με ραβέντιο | |
ηλιοτρόπιο (iliotrόpio) | napraforgó◼◼◼ |
ήπιος | enyhe◼◼◼ gyenge◼◼◼ |
θα ήθελες κάποιο επιδόρπιο / γλυκό; | |
θερμοκήπιο | melegház◼◼◼ |
θες να πιούμε κανα ποτό στα γρήγορα; (ανεπίσημο) | |
θυροσκόπιο | |
καλειδοσκόπιο | |
καλλιέργεια θερμοκηπίου | |
κομπιούτερ | |
κομπιούτερ (το) | |
κομπιουτεράκι | |
Μικροσκόπιον |