Görög | Magyar |
---|---|
μίλα πιο αργά, δε σε καταλαβαίνω! | |
μιλάει ελληνικά πιο καλά / καλύτερα | |
νηπιαγωγείο / νήπιο | |
νήπιο | csecsemő◼◼◼ |
ντόπιος | belföldi◼◼◼ |
οικολογία του τοπίου | |
όπιο | ópium◼◼◼ |
οπιοειδές | ópiát◼◼◼ |
οπιούχο | |
όσο περισσότερα τρως τόσο πιο πολύ θα χαρεί η γιαγιά | |
παρακαλώ μιλήστε πιο αργά | |
παρακαλώ πήγαινε πιο σιγά | |
περισκόπιο | periszkóp◼◼◼ |
πολιτική διατήρησης του τοπίου | |
προπιονικό οξύ | propionsav◼◼◼ propánsav◼◻◻ |
προστασία του τοπίου | |
προστατευόμενη περιοχή φυσικού τοπίου | |
προστατευόμενο τοπίο | |
ραδιοτηλεσκόπιο | |
σάπιος | |
Σκορπιός | |
σκορπιός (skorpiós) | |
Σκορπιός (αστερισμός) | |
στηθοσκόπιο | |
στοιχείο του τοπίου | |
στροβοσκόπιο | stroboszkóp◼◼◼ |
σχεδιασμός (ανάπλαση) τοπίου | |
ταπιόκα | tápióka◼◼◼ manióka◼◻◻ |