Magyar-Görög szótár »

gyenge görögül

MagyarGörög
gyenge

ασθενής◼◼◼

ήπιος◼◼◻

αδύνατη◼◼◻

χαμηλός◼◼◻

αδύναμος◼◻◻

αδύνατο◼◻◻

ανίσχυρος◼◻◻

αδύνατος

αδύνατος (-η-ο)

Gyenge kölcsönhatás

Ασθενής αλληλεπίδραση

gyengeség

αδυναμία◼◼◼

ελάττωμα

ισχνότητα

sovány, gyenge

αδύνατος (-η-ο)