Görög | Magyar |
---|---|
άδεια | engedély◼◼◼ engedélyezés◼◼◻ licenc◼◼◻ jogosítvány◼◻◻ hagy◼◻◻ tölt◼◻◻ átad◼◻◻ elhagy◼◻◻ bér◼◻◻ |
άδεια (η) | |
άδεια αλιείας | |
άδεια εγκυμοσύνης | |
άδεια εισαγωγής | |
άδεια εργασίας | |
άδεια κατασκευής | |
άδεια κυνηγίου/κυνηγετική άδεια | |
άδεια οδήγησης | jogosítvány◼◻◻ |
άδεια παραμονής | |
έγκριση (τύπου)/επικύρωση/επιβεβαίωση/αποδοχή/άδεια | |
έχετε άδεια εργασίας; | |
αναρρωτική άδεια | |
διαδικασία χορήγησης άδειας (εκμετάλλευσης)/διαδικασία | |
δικαιούμαι άδεια 30 ημερών | |
είναι λίγο άδεια | |
είναι σε άδεια | |
είναι σε άδεια εγκυμοσύνης | |
εξαγωγική άδεια/άδεια για εξαγωγή | |
ευφράδεια | |
η άδεια | engedély◼◼◼ |
οικοδομική άδεια |