Magyar-Görög szótár »

hagy görögül

MagyarGörög
hagy

άδεια◼◼◼

ας◼◼◼

έστω◼◼◻

αφήνω

αφήνω (-σω)

επιτρέπω

φεύγω

hagy, enged

αφήνω

hagyaték

κληρονομιά◼◼◼

hagyj békén!

άφησέ/άσε με (ήσυχο/η)!

hagyma

κρεμμύδι (kremmýdi)◼◼◼

κρεμμύδι (το)◼◼◼

σκόρδο◼◼◻

βολβός◼◻◻

το κρεμμύδι◼◻◻

κρεμυδι

πράσο

hagyomány

παράδοση◼◼◼

παράδοση (paradosi)◼◼◼

η παράδοση◼◻◻

hagyomány, előadás

παράδοση (η, tsz. -εις)

hagyományos

παραδοσιακός◼◼◼

παραδοσιακός (-ή-ό)◼◼◼

γενικός◼◻◻

hagyományos energia

συμβατική ενέργεια

hagyományos krétai ételek

παραδοσιακά κρητικά φαγητά, (konvencionális) συμβατικός (-ή-ό)

hagyományos és elektronikus könyvtárak

συμβατικές και ηλεκτρονικές βιβλιοθήκες

hagyományosan

παραδοσιακά◼◼◼

a ruhatárban kell hagynunk a csomagjainkat

πρέπει να αφήσουμε τις τσάντες μας στην γκαρνταρόμπα;

abba kellene hagynia a dohányzást

θα πρέπει να κόψετε το κάπνισμα

abbahagy

διακοπή◼◼◼

κόβω

παύω

σταματώ (-άω, -ήσω)

abbahagytam a dohányzást

έχω κόψει το τσιγάρο

az asztalodon hagytam a dossziét

έχω αφήσει ένα φάκελο στο γραφείο σου

az elnök által jóváhagyott

... που εγκρίθηκε από τον πρόεδρο

balkéz felől el fog hagyni egy szupermarketet

περνάς το σουπερμάρκετ στα αριστερά σου

cserbenhagy

εγκαταλείπω

παρατώ

12