ουγγρικά | ελληνικά |
---|---|
külön | χωριστά◼◼◼ ειδικά◼◼◻ συγκεκριμένα◼◼◻ ιδιαίτερα◼◼◻ ειδικός◼◼◻ χωριστός◼◼◻ επί μέρους◼◻◻ προσφορά◼◻◻ ξεχωριστός◼◻◻ χωρισμένος◼◻◻ έκτακτος◼◻◻ ιδιωτικός◼◻◻ παράμερα◼◻◻ |
külön, magán-, különös, sajátos | |
külön él | σε διάσταση◼◼◼ |
különben | διαφορετικά◼◼◼ ειδάλλως◼◼◻ εκτός◼◼◻ αλλιώς◼◻◻ άλλωστε◼◻◻ |
különben is | |
különben jól vagyok | |
különbség | διαφορά◼◼◼ η διαφορά◼◼◼ υπόλοιπο◼◻◻ |
különbségtétel | διάκριση◼◼◼ |
különbözet | διαφορά◼◼◼ υπόλοιπο◼◼◻ |
különbözik | |
különböző | διαφορετικός◼◼◼ άλλος◼◼◼ διακριτός◼◻◻ |
különböző programokkal várjuk a látogatókat | τους επισκέπτες τους περιμένουμε με διάφορα προγράμματα, (eltérő) διαφορετικός (-ή-ό) |
különbözőképpen | διαφορετικά◼◼◼ |