dicţionar Maghiar-Greac »

külön înseamnă în Greacă

MaghiarăGreacă
külön

χωριστά◼◼◼

ειδικά◼◼◻

συγκεκριμένα◼◼◻

ιδιαίτερα◼◼◻

ειδικός◼◼◻

χωριστός◼◼◻

επί μέρους◼◻◻

προσφορά◼◻◻

ξεχωριστός◼◻◻

χωρισμένος◼◻◻

έκτακτος◼◻◻

ιδιωτικός◼◻◻

παράμερα◼◻◻

ιδιαίτερος

(főnév) ξεχωριστός-ή-ό, (határozószó) χώρια, ξεχωριστά

χωρίζω

külön, magán-, különös, sajátos

ιδιαίτερος (-η-ο)

külön él

σε διάσταση◼◼◼

különben

διαφορετικά◼◼◼

ειδάλλως◼◼◻

εκτός◼◼◻

αλλιώς◼◻◻

άλλωστε◼◻◻

(ellenkező esetben) διαφορετικά, αλλιώς

különben is

ούτως ή άλλως◼◼◼

különben jól vagyok

κατά τα άλλα είμαι καλά

különbség

διαφορά◼◼◼

η διαφορά◼◼◼

υπόλοιπο◼◻◻

különbségtétel

διάκριση◼◼◼

különbözet

διαφορά◼◼◼

υπόλοιπο◼◼◻

különbözik

διαφέρω

különböző

διαφορετικός◼◼◼

άλλος◼◼◼

διακριτός◼◻◻

(különféle) διάφοροι-ες-α

διάφορος

különböző programokkal várjuk a látogatókat

τους επισκέπτες τους περιμένουμε με διάφορα προγράμματα, (eltérő) διαφορετικός (-ή-ό)

különbözőképpen

διαφορετικά◼◼◼

12