ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

χωριστά σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
χωριστά

külön◼◼◼

(főnév) ξεχωριστός-ή-ό, (határozószó) χώρια, ξεχωριστά

külön

μπορούμε να πληρώσουμε χωριστά;

fizethetünk külön?