Ουγγρικά-Ελληνικά λεξικό »

igen σημαίνει σε Ελληνικά

ΟυγγρικάΕλληνικά
igen

ναι (nai)◼◼◼

και◼◼◼

δε◼◼◻

έτσι◼◼◻

καμία◼◼◻

δεν◼◼◻

κανένα◼◻◻

κανείς◼◻◻

κ.λπ.◼◻◻

κανένας◼◻◻

κλπ.◼◻◻

όχι◼◻◻

μάλιστα

igen, dohányzom

ναι, καπνίζω

igen elmés, eszes, szellemdús

περιφρων

igen, én ...

ναι, παίζω

igen, én ... évig játszottam zongorán

ναι, παίζω πιάνο εδώ και ... χρόνια

igen, értettem

ναι, κατάλαβα

igen, imádok!

ναι, το λατρεύω

igen, szabadságon voltam ott

ναι, πήγα εκεί διακοπές

igen, van ...

ναι, έχω...

igencsak

πολύ◼◼◼

αρκετά◼◻◻

μάλλον◼◻◻

igenév

μετοχή

igenlően

καταφατικά◼◼◼

igény

αίτημα◼◼◼

ισχυρισμός◼◼◻

διεκδίκηση◼◼◻

αξιώνω◼◻◻

ζήτηση/απαίτηση/αξίωση

η απαίτηση, η αξίωση

ικεσία

igénybevétel

χρήση◼◼◼

αίτηση◼◼◻

εφαρμογή◼◼◻

πρόγραμμα◼◼◻

καταπόνηση◼◼◻

πρόσληψη◼◻◻

απασχόληση◼◻◻

12

Το ιστορικό σας