ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

nyílás σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
nyílás

οπή◼◼◼

κενό◼◻◻

διάκενο◼◻◻

ajtónyílás

θύρα◼◼◼

άνοιγμα πόρτας

πόρτα

végbélnyílás

πρωκτός

πρωκτός (proktós)