ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

(főnév) ξεχωριστός-ή-ό, (határozószó) χώρια, ξεχωριστά σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
(főnév) ξεχωριστός-ή-ό, (határozószó) χώρια, ξεχωριστά

külön