ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

szeretlek σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
szeretlek

σ' αγαπώ (s' agapó)

σε αγαπώ (se agapó)

σ’ αγαπάω

σ’ αγαπώ

σ’αγαπώ

szeretlek, szeretlek téged

σ' αγαπάω (s' agapáo)

σ' αγαπώ (s' agapó)

σε αγαπώ (se agapó)