ελληνικά | ουγγρικά |
---|---|
διαύγεια | |
διαχείριση της ενέργειας | |
διενέργεια | tranzakció◼◼◼ |
δίκτυο διανομής ενέργειας | |
είδος ενέργειας | |
εις υγείαν | |
εις υγείαν (eis ygeían), στην υγειά… (stin ygeiá…), ’ς υγεία’ ('s ygeía'), γεια μας (geia mas) | |
εκτός λειτουργείας | |
ελεγεία | |
εμπορεύσιμη καλλιέργεια/εμπορεύσιμη συγκομιδή | |
εν ενεργεία | kötelező◼◼◼ köteles◼◼◻ általános◼◻◻ egyetemes◼◻◻ |
εναέρια γραμμή (μεταφοράς ενέργειας) | |
Ενέργεια | Energia◼◼◼ |
ενέργεια | intézkedés◼◼◼ tevékenység◼◼◻ művelet◼◼◻ eljárás◼◼◻ működés◼◼◻ cselekmény◼◼◻ cselekvés◼◼◻ erő◼◼◻ aktus◼◻◻ cselekedet◼◻◻ szerkezet◼◻◻ per◼◻◻ mozgás◼◻◻ tett◼◻◻ részvény◼◻◻ játszik◼◻◻ |
ενέργεια (παραγόμενη) από τον άνθρακα | |
ενέργεια από βιομάζα | |
ενέργεια από το πετρέλαιο (την καύση πετρελαίου) | |
ενεργειακή απόδοση |