ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

részvény σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
részvény

μερίδιο◼◼◼

πράξη◼◼◻

υπόθεση◼◼◻

εμπόρευμα◼◻◻

ενέργεια◼◻◻

απόθεμα◼◻◻

διαθέσιμος◼◻◻

δράση

részvényes

μέτοχος◼◼◼

részvénypiac

χρηματιστήριο◼◼◼

részvénytulajdonos

μέτοχος◼◼◼

részvénytársaság

ανώνυμη εταιρεία◼◼◼

ανώνυμη εταιρία◼◻◻

részvénytőke

μετοχή◼◼◼

európai részvénytársaság

ευρωπαϊκή εταιρεία◼◼◼

nyilvánosan működő részvénytársaság

ανώνυμη εταιρεία◼◼◼

Το ιστορικό σας