ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

köteles σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
köteles

αντικείμενο◼◼◼

υποκείμενος◼◼◼

υπόχρεος◼◼◼

υποκείμενο◼◼◻

θέμα◼◼◻

υπόλογος◼◻◻

εν ενεργεία◼◻◻

υπήκοος◼◻◻

άλμα

kötelesség

πρέπει◼◼◼

υποχρέωση◼◼◼

καθήκον◼◼◻

καθήκον (kathíkon)◼◼◻

ευθύνη◼◼◻

η υποχρέωση◼◼◻

χρέος

adóköteles

φορολογητέος◼◼◼

hivatalos kötelesség

επίσημο καθήκον

vámköteles út

δρόμος με διόδια

Το ιστορικό σας