ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

kereset σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
kereset

αγωγή◼◼◼

πράξη◼◻◻

κίνηση◼◻◻

δίωξη◼◻◻

ενέργεια◼◻◻

keresetlen

ανεγκρατής

ανεπιτήδευτος

απλός