ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

játszik σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
játszik

ενέργεια◼◼◼

παιχνίδι◼◼◻

πράξη◼◼◻

παίζω (-ξω), ne játszd a fejed! μη το παίζεις έξυπνος!

παίζω (pézo)

υποδύομαι

ki játszik benne?

ποιός παίζει;

ki játszik?

ποιός παίζει;

Το ιστορικό σας