ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

cselekmény σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
cselekmény

πράξη◼◼◼

ενέργεια◼◼◻

δίωξη◼◼◻

δράση◼◼◻

υπόθεση◼◻◻

αγωγή◼◻◻

κίνηση◼◻◻

θέμα

συνωμοσία

αγροτεμάχιο

πλοκή

a cselekmény elég összetett volt

η ιστορία ήταν περίπλοκη

bűncselekmény

αδίκημα◼◼◼

έγκλημα◼◼◼

εγκληματικότητα◼◼◻

jó volt a cselekménye

είχε πολύ καλή πλοκή

Το ιστορικό σας