ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

akció σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
akció

δράση◼◼◼

πώληση◼◻◻

ενέργεια

πράξη

μετοχή

akciócsoport

ομάδα δράσης◼◼◼

absztrakció

αφαίρεση

diffrakció

περίθλαση◼◼◼

fotokémiai reakció

φωτοχημική αντίδραση

frakció

κλάσμα◼◼◼

interakció

αλληλεπίδραση◼◼◼

διάδραση◼◼◻

kémiai reakció

χημική αντίδραση◼◼◼

χημικές αντιδράσεις◼◼◻

láncreakció

αλυσιδωτή αντίδραση◼◼◼

nukleáris reakció

πυρηνική αντίδραση

reakció

αντίδραση◼◼◼

αντιδραστήριο◼◻◻

reakciókinetika

κινητική της αντίδρασης

tranzakció

συναλλαγή◼◼◼

διενέργεια◼◻◻

διεξαγωγή◼◻◻

δοσοληψία

Vörös Hadsereg Frakció

Φράξια Κόκκινος Στρατός

Το ιστορικό σας