ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

roham σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
roham

κρίση◼◼◼

επίθεση◼◼◻

κατάλληλος◼◼◻

ικανός◼◻◻

έφοδος

θύελλα

παροξυσμός

προσβολή

rohamkocsi

ασθενοφόρο (asthenofóro)

dühroham

ξέσπασμα

szívroham

έμφραγμα

έμφραγμα του μυοκαρδίου

καρδιακό

Το ιστορικό σας