ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

θύελλα σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
θύελλα

erős szél

roham

égiháború

égzengés

αμμοθύελλα

homokvihar◼◼◼

ανεμοθύελλα

vihar◼◼◼

ατμοσφαιρική αναταραχή/θύελλα

vihar

χιονοθύελλα

hóförgeteg

hóvihar