ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

προσβολή σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
προσβολή

támadás◼◼◼

sért◼◼◻

sérelem◼◻◻

megsért◼◻◻

sértés◼◻◻

támad◼◻◻

roham

προσβολή (παρασιτική μόλυνση) των καλλιεργειών

növényfertőzés

προσβολή (παρασιτική μόλυνση) των τροφών

élelmiszerfertőzés

προσβολή από επιβλαβείς οργανισμούς

kártevő fertőzés◼◼◼

πήρα εκδίκηση για την προσβολή

bosszút álltam a sértésért