ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

ασθενοφόρο (asthenofóro) σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
ασθενοφόρο (asthenofóro)

mentő◼◼◼

mentőautó◼◼◻

rohamkocsi