ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

képesség σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
képesség

ικανότητα◼◼◼

δυνατότητα◼◼◻

δείκτης◼◻◻

εξουσία◼◻◻

ισχύς◼◻◻

χωρητικότητα◼◻◻

επαφή◼◻◻

επιδεξιότητα◼◻◻

σώμα◼◻◻

δύναμη◼◻◻

διεύθυνση◼◻◻

πλευρά◼◻◻

βία

δεξιότητα

κύρος

αξιάδα

μπορώ

biológiai lebomlóképesség

βιοδιασπασιμότητα/βιοαποδομησιμότητα

ellenállóképesség

ανθεκτικότητα◼◼◼

felbontóképesség

ευκρίνεια◼◼◼

felvevőképesség

ζήτηση◼◼◼

fizetőképesség

φερεγγυότητα◼◼◼

gazdasági életképesség

οικονομική βιωσιμότητα◼◼◼

határozatképesség

απαρτία◼◼◼

hitelképesség

πίστωση◼◼◼

πιστωτικός◼◼◼

kezdeményezőképesség

πρωτοβουλία

lebomlóképesség

αποικοδομησιμότητα/διασπασιμότητα

nemzetközi versenyképesség

διεθνής ανταγωνιστικότητα◼◼◼

rovarölőszer ellenálló képessége

ανθεκτικότητα των φυτοφαρμάκων

teherbíróképesség

φέρουσα ικανότητα

tisztítóképesség

ικανότητα καθαρισμού◼◼◼

állóképesség

αντοχή◼◼◼

áteresztőképesség

διαμεταγωγή

ítélőképesség

ευθυκρισία◼◼◼

ökológiai eltartóképesség

φέρουσα ικανότητα οικοσυστήματος