ελληνικά | ουγγρικά |
---|---|
πλευρά | oldal◼◼◼ rész◼◼◻ fél◼◼◻ irány◼◼◻ lap◼◻◻ szél◼◻◻ ellenőrzés◼◻◻ borda◼◻◻ mutató◼◻◻ segítség◼◻◻ tulajdon◼◻◻ felügyelet◼◻◻ aláírás◼◻◻ felelősség◼◻◻ irányítás◼◻◻ képesség◼◻◻ |
πλευρά εκσκαφής (ανασκαφής) | |
(többnyire ellentétpárban) από τη μια (άποψη/πλευρά), αφ’ ενός (μεν) | |
από τη μια πλευρά / αφ’ ενός μεν χαίρομαι ότι σε βλέπω, από την άλλη πλευρά / αφ’ ετέρου δε ξέρω ότι θα έπρεπε να είσαι αλλού | egyfelől örülök, hogy látlak, másfelől tudom, hogy máshol kéne lenned |
κάθετη πλευρά | |
στη δεξιά πλευρά |