ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

φέρουσα ικανότητα σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
φέρουσα ικανότητα

teherbíróképesség

φέρουσα ικανότητα οικοσυστήματος

ökológiai eltartóképesség