ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

επιδεξιότητα σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
επιδεξιότητα

hozzáértés◼◼◼

képesség◼◼◻

ügyesség◼◼◻

fürgeség

kézügyesség