ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

πρωτοβουλία σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
πρωτοβουλία

kezdeményezés◼◼◼

kezdeményezőkészség◼◻◻

kezdeményezőképesség

πρωτοβουλία πολιτών

állampolgári kezdeményezés◼◼◼

αντιρρυπαντική πρωτοβουλία

szennyezés elleni ösztönző