ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

ανθεκτικότητα σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
ανθεκτικότητα

rugalmasság◼◼◼

ellenállóképesség◼◼◼

reziliencia◼◼◻

ανθεκτικότητα (βιολογική)

ellenállás◼◼◼

ellenállás (biológia)◼◼◼

ανθεκτικότητα των φυτοφαρμάκων

rovarölőszer ellenálló képessége