ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

πίστωση σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
πίστωση

hitel◼◼◼

jóváírás◼◼◻

jóváír◼◼◻

követelés◼◻◻

bevétel◼◻◻

elismer◼◻◻

kredit◼◻◻

hitelképesség◼◻◻

bizalom◼◻◻

elismerés◼◻◻

hitelminősítés◼◻◻

megbízik◼◻◻

πίστη/πίστωση

hitel