ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

jogosultság σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
jogosultság

δικαίωμα◼◼◼

εξουσιοδότηση◼◼◻

προνόμιο◼◻◻

απευθείας◼◻◻

δίκαιο◼◻◻

αξίωση◼◻◻

δίκιο◼◻◻

κυριότητα◼◻◻

αγαθό

ισχυρισμός

τίτλος

szabadság jogosultság

δικάιωμα διακοπών

Το ιστορικό σας