ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

κυριότητα σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
κυριότητα

tulajdon◼◼◼

tulajdonjog◼◼◼

birtok◼◻◻

javak◼◻◻

birtoklás◼◻◻

felhasználás◼◻◻

jogcím◼◻◻

vagyon◼◻◻

cím◼◻◻

jogosultság◼◻◻

ιδιοκτησία/κυριότητα

tulajdon

τίτλος κυριότητας

tulajdonjog◼◼◼