ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

δίκιο σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
δίκιο

jog◼◼◼

jogosultság◼◼◻

helyes◼◻◻

δίκιο (το)

vki igaza

έχεις δίκιο

igazad van

αποδείχτηκε το δίκιο μου

bebizonyosodott az igazam

δεν μπορώ να κρίνω ποιος έχει δίκιο

nem tudom eldönteni, hogy kinek van igaza