ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

forrás σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
forrás

πηγές◼◼◼

πηγή (pigí)◼◼◼

πηγή (υδρολογία)◼◼◼

αρχή◼◼◻

προέλευση◼◼◻

καταβολή◼◼◻

αναφορά◼◻◻

καταγωγή◼◻◻

μνεία◼◻◻

πηγαίος κώδικας

ανάβρα

η πηγή, η βρύση

νερομάνα

forrás (hidrológia, föld)

πηγή◼◼◼

forráskód

πηγαίος κώδικας◼◼◼

forráspont

σημείο βρασμού◼◼◼

forrásvíz

ύδατα πηγής

baleseti forrás

πηγή ατυχήματος

biológiai erőforrás

βιολογικοί πόροι◼◼◼

diffúz forrás

πηγή διάχυσης

emisszióforrás

πηγή εκπομπής

energia-erőforrás

ενεργειακοί πόροι

energiaforrás

πηγή ενέργειας◼◼◼

energiaforrás anyaga

πρώτη ύλη για την παραγωγή ενέργειας

erdei erőforrás

δασικοί πόροι◼◼◼

erőforrás

μέσα◼◼◼

πόρος◼◼◻

απόθεμα◼◻◻

πόροι/μέσα

erőforrás felhasználás

χρήση πόρων◼◼◼

erőforrás felmérés

αποτίμηση (οικονομική εκτίμηση) πόρου

erőforrás kitermelése

εκμετάλλευση πόρου

erőforrás megőrzése

διατήρηση πόρου

erőforrás tartalék

απόθεμα πόρου

erőforrásgazdálkodás

διαχείριση (των) πόρων

erőforrások

μέσα

πόροι

erőforrások árpolitikája

πολιτική για την διατίμηση των πόρων

folyami erőforrás

ποτάμιοι πόροι

fényforrás

φως◼◼◼

12

Το ιστορικό σας