ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

πηγές σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
πηγές

forrás◼◼◼

hivatkozás◼◻◻

ajánlás◼◻◻

referencia◼◻◻

πηγές προέλευσης των επιπτώσεων

hatásforrás

θαλάσσια ρύπανση (προερχόμενη) από χερσαίες πηγές

földeredetű tengeri szennyezés