ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

πόρος σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
πόρος

erőforrás◼◼◼

eszköz◼◼◻

pórus

Πόρος

Pórosz

πρωτοπόρος

úttörő◼◼◼

σπόρος

vetés◼◼◼

csíra

σπόρος/κόκκος

gabona